- φροκαλώ
- φροκαλώ και φροκαλίζω φροκάλησα, σκουπίζω με φροκαλιά (βλ. λ.), σκουπίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φροκαλώ — άω, Ν καθαρίζω με την φροκαλιά, σκουπίζω, σαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ», μέσω ενός τ. *φλοκαλῶ (με συγκοπή τού ι ), από όπου φροκαλώ με ανομοίωση τού λ σε ρ ] … Dictionary of Greek
φροκαλίζω — Ν φροκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλώ, κατά τα ρ. σε ίζω) … Dictionary of Greek
φροκάλημα — το, Ν [φροκαλώ] φροκάλισμα … Dictionary of Greek
φροκαλητής — ο, θηλ. φροκαλήτρα, Ν [φροκαλώ] οδοκαθαριστής … Dictionary of Greek
φρόκαλο — το, Ν 1. σκουπίδι, σαρίδι 2. συνεκδ. σκούπα 3. φρ. «μέ έκανε φρόκαλο» μού φέρθηκε με προσβλητικό τρόπο, με ταπείνωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φροκαλώ] … Dictionary of Greek
φροκαλίζω — βλ. φροκαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)